αμπελοφύλακας

αμπελοφύλακας
[-αξ (-ακος)] ο сторож на винограднике

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αμπελοφύλακας" в других словарях:

  • αμπελοφύλακας — ο (Α ἀμπελοφύλαξ) φύλακας αμπελώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + φύλαξ] …   Dictionary of Greek

  • αμπελοφύλακας — ο ο φύλακας αμπελιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμπελάς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 147 κάτ.) της Πάρου. Βρίσκεται στα βόρεια παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πάρου του νομού Κυκλάδων. * * * ο [αμπέλι] 1. ιδιοκτήτης πολλών αμπελώνων, αμπελοκτήμονας 2. γεωργός που ασχολείται ειδικά …   Dictionary of Greek

  • δραγάτης — ο (θηλ. δραγάτισσα, η) (Μ δραγάτης) αγροφύλακας και κυρίως αμπελοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. δραγατεύω] …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • δραγάτης — ο αγροφύλακας, αμπελοφύλακας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»